- αποδύω
- ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι)(αρχ.-νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειεςαρχ.Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνωII. (μέσ., -ομαι)1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω το όστρακο μου2. (σε παλαίστρα) γδύνομαι για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι3. αποβάλλω κάτι από πάνω μου, το «ξεφορτώνομαι».
Dictionary of Greek. 2013.